χαρτομάντης

χαρτομάντης
[-ις (-εως)] ο , χαρτομάντισσα и χαρτόμαντις (-ιδος) η гадальщик, гадалка (на картах)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "χαρτομάντης" в других словарях:

  • χαρτομάντης — ο, θηλ. χαρτομάντισσα, Ν αυτός που ασχολείται με την χαρτομαντεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτιά + μάντης. Η λ., στον τ. χαρτόμαντις, μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • χαρτομάντισσα — η, Ν βλ. χαρτομάντης …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»